gewohnt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

gewohnt (de)

etwas gewohnt sein - είμαι συνηθισμένος σε κάτι

Κλίση[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

gewohnt (de)