heel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
heel | heels |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
heel (en)
- (ανθρώπινο σώμα) η φτέρνα
- (υπόδηση) το τακούνι
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
heel (nl)