instabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- instabilité < λατινική instabilitas
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃s.ta.bi.li.te/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
instabilité (fr) θηλυκό
- η αστάθεια, ο κλυδωνισμός