largué
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | largué | largués |
θηλυκό | larguée | larguées |
Επίθετο[επεξεργασία]
largué (fr)
- être largué: (οικείο) « έχω χάσει το μπαλάκι », δεν μπορώ πια να παρακολουθήσω μια συζήτηση ή να ασχοληθώ με μια δουλειά, δεν καταλαβαίνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη larguer