leader
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
leader
leaders
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
leader
<
lead
+
-er
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
leader
(en)
ο
ηγέτης
, ο
αρχηγός
↪
You are allowed to be happy about things the local
leaders
don’t like, going so far as to criticize them and stay alive.
Επιτρέπεται να χαίρεσαι για πράγματα που δεν αρέσουν στους τοπικούς
αρχηγούς
, μέχρι και κριτική τους κάνεις και μένεις ζωντανός.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
boss
Πηγές
[
επεξεργασία
]
leader
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Λέξεις με επίθημα -er, για ουσιαστικό (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Download QR code
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Ænglisc
العربية
Azərbaycanca
বাংলা
Català
Čeština
Cymraeg
Deutsch
English
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Français
हिन्दी
Magyar
Հայերեն
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
Қазақша
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
ລາວ
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Plattdüütsch
Nederlands
Norsk
Oromoo
Polski
Português
Русский
Sängö
Srpskohrvatski / српскохрватски
Simple English
Gagana Samoa
Svenska
Kiswahili
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
Türkçe
اردو
Tiếng Việt
中文
Bân-lâm-gú