leader

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
leader leaders

Ετυμολογία [επεξεργασία]

leader < lead + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

leader (en)

  • ο ηγέτης, ο αρχηγός
    You are allowed to be happy about things the local leaders don’t like, going so far as to criticize them and stay alive.
    Επιτρέπεται να χαίρεσαι για πράγματα που δεν αρέσουν στους τοπικούς αρχηγούς, μέχρι και κριτική τους κάνεις και μένεις ζωντανός.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη boss

Πηγές[επεξεργασία]