leisurely
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | leisurely |
συγκριτικός | more leisurely |
υπερθετικός | most leisurely |
leisurely (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | leisurely |
συγκριτικός | more leisurely |
υπερθετικός | most leisurely |
leisurely (en)
- αμέριμνα, νωχελικά
- ↪ The children played ball leisurely.
- Τα παιδιά έπαιζαν αμέριμνα μπάλα.
- ≈ συνώνυμα: carelessly και comfortably
- ↪ The children played ball leisurely.