little
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Αντωνυμία[επεξεργασία]
little (en)
- (a little) λίγο, λιγάκι, ένα μικρό ποσό
- ↪ I’ll be back in a little.
- Θα επιστρέψω σε λίγο.
- ↪ I will stop by again a little later.
- Θα ξαναπεράσω λίγο αργότερα.
- ↪ Wait a little!
- Περίμενε λιγάκι!
- ↪ I’ll be back in a little.
- λίγος, όχι πολύ
- ↪ He gave me the little he had.
- Μου έδωσε το λίγο που είχε.
- ↪ From the little I know of him…
- Από το λίγο που τον ξέρω…
- ↪ He’s done very little for me.
- Πολύ λίγα έκανε για μένα.
- ↪ It’s good (the food is), but there’s little.
- Καλό (είναι το φαΐ), αλλά λίγο.
- ↪ He gave me the little he had.
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | little |
συγκριτικός | littler |
υπερθετικός | littlest |
Είναι πολύ πιο συνηθισμένο να λέμε smaller και smallest |
little (en)
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | little |
συγκριτικός | less |
υπερθετικός | least |
little (en)
- (a little) λίγο, λιγάκι, σε μικρό βαθμό
- ↪ He is a little better today./He is a little bit better today.
- Είναι λίγο καλύτερα σήμερα.
- ↪ Come a little closer, so I see you.
- Έλα λίγο πιο εδώ, για να σε βλέπω.
- ↪ I am a little tired.
- Είμαι λιγάκι κουρασμένος.
- ↪ It is a little too long/expensive.
- Είναι λιγάκι μακρύ/ακριβό.
- ↪ He is a little better today./He is a little bit better today.
- λίγο, όχι πολύ
- ↪ Unfortunately he’s little better than yesterday.
- Δυστυχώς λίγο καλύτερα είναι από χθες.
- ↪ Unfortunately he’s little better than yesterday.
Προσδιοριστής[επεξεργασία]
little (en)
- (a little (bit)) λίγο, λιγάκι, λίγος, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει ένα μικρό ποσό
- ↪ He speaks Greek well and a little English.
- Μιλάει καλά ελληνικά και λίγο αγγλικά.
- ↪ He has a little bit of a fever.
- Έχει λιγάκι πυρετό;
- ↪ The soup needs a little more salt.
- Η σούπα θέλει λιγάκι αλάτι ακόμα.
- ↪ Put a little more food for me.
- Βάλε μου λίγο φαΐ ακόμα.
- ↪ The least you can do is to show a little understanding.
- Το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις είναι να δείξεις λίγη κατανόηση.
- ↪ A little patience is needed and all will go well.
- Λίγη υπομονή χρειάζεται κι όλα θα πάνε καλά.
- ↪ In the evening it’s a little chilly.
- Το βραδάκι κάνει λίγη ψύχρα.
- ↪ He speaks Greek well and a little English.
- λίγος, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει ένα ελάχιστο ποσό, όχι πολύ
- ↪ I have little time and less patience, young man.
- Έχω λίγο χρόνο και λιγότερη υπομονή, νεαρέ.
- ↪ He pays very little attention to your advice.
- Πολύ λίγη προσοχή δίνει στις συμβουλές σου.
- ↪ How can I live with so little money?
- Πώς να ζήσω με τόσο λίγα λεφτά;
- ↪ I know/learned little English.
- Ξέρω/έμαθα λίγα αγγλικά.
- ↪ I have little time and less patience, young man.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- χρησιμοποιείται μόνο με μη μετρήσιμα ουσιαστικά
- χρησιμοποιείται το few για μετρήσιμα ουσιαστικά
Πηγές[επεξεργασία]
- little (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- little (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- little (determiner, pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 502. ISBN 9780194325684., λήμμα: λιγάκι, λίγο, λίγος