little

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Αντωνυμία[επεξεργασία]

little (en)

  1. (a little) λίγο, λιγάκι, ένα μικρό ποσό
    I’ll be back in a little.
    Θα επιστρέψω σε λίγο.
    I will stop by again a little later.
    Θα ξαναπεράσω λίγο αργότερα.
    Wait a little!
    Περίμενε λιγάκι!
  2. λίγος, όχι πολύ
    He gave me the little he had.
    Μου έδωσε το λίγο που είχε.
    From the little I know of him…
    Από το λίγο που τον ξέρω…
    He’s done very little for me.
    Πολύ λίγα έκανε για μένα.
    It’s good (the food is), but there’s little.
    Καλό (είναι το φαΐ), αλλά λίγο.

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός little
συγκριτικός littler
υπερθετικός littlest
Είναι πολύ πιο συνηθισμένο να λέμε smaller και smallest

little (en)

  1. μικρός, νέος
    my little brother - ο μικρός μου αδελφός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη young
  2. μικρός, σύντομος
    a little break - ένα μικρό διάλειμμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brief

Επίρρημα[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός little
συγκριτικός less
υπερθετικός least

little (en)

  1. (a little) λίγο, λιγάκι, σε μικρό βαθμό
    He is a little better today./He is a little bit better today.
    Είναι λίγο καλύτερα σήμερα.
    Come a little closer, so I see you.
    Έλα λίγο πιο εδώ, για να σε βλέπω.
    I am a little tired.
    Είμαι λιγάκι κουρασμένος.
    It is a little too long/expensive.
    Είναι λιγάκι μακρύ/ακριβό.
  2. λίγο, όχι πολύ
    Unfortunately he’s little better than yesterday.
    Δυστυχώς λίγο καλύτερα είναι από χθες.

Προσδιοριστής[επεξεργασία]

little (en)

  1. (a little (bit)) λίγο, λιγάκι, λίγος, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει ένα μικρό ποσό
    He speaks Greek well and a little English.
    Μιλάει καλά ελληνικά και λίγο αγγλικά.
    He has a little bit of a fever.
    Έχει λιγάκι πυρετό;
    The soup needs a little more salt.
    Η σούπα θέλει λιγάκι αλάτι ακόμα.
    Put a little more food for me.
    Βάλε μου λίγο φαΐ ακόμα.
    The least you can do is to show a little understanding.
    Το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις είναι να δείξεις λίγη κατανόηση.
    A little patience is needed and all will go well.
    Λίγη υπομονή χρειάζεται κι όλα θα πάνε καλά.
    In the evening it’s a little chilly.
    Το βραδάκι κάνει λίγη ψύχρα.
  2. λίγος, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει ένα ελάχιστο ποσό, όχι πολύ
    I have little time and less patience, young man.
    Έχω λίγο χρόνο και λιγότερη υπομονή, νεαρέ.
    He pays very little attention to your advice.
    Πολύ λίγη προσοχή δίνει στις συμβουλές σου.
    How can I live with so little money?
    Πώς να ζήσω με τόσο λίγα λεφτά;
    I know/learned little English.
    Ξέρω/έμαθα λίγα αγγλικά.

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χρησιμοποιείται μόνο με μη μετρήσιμα ουσιαστικά
  • χρησιμοποιείται το few για μετρήσιμα ουσιαστικά

Πηγές[επεξεργασία]