lénitif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- lénitif < μεσαιωνική λατινική lenitivus
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lénitif | lénitifs |
θηλυκό | lénitive | lénitives |
lénitif (fr)
- (ιατρική) πραϋντικός
- (μεταφορικά και λόγιο) κατευναστικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lénitif | lénitifs |
lénitif (fr) αρσενικό
- κάτι που είναι πραϋντικό