maintenant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɛ̃.tə.nɑ̃/
 

Επίρρημα[επεξεργασία]

maintenant (fr)

  • τώρα, αυτή τη στιγμή
  • όταν αρχίζει μια πρόταση, εκφράζει μιαν άλλη δυνατότητα από αυτή που μόλις ειπώθηκε
    Maintenant, ce qu'il en dit, c'est à prendre ou à laisser ! Τώρα που τα λέμε, αυτά που λέει αυτός, τα πιστεύεις ή δεν τα πιστεύεις!

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • à partir de maintenant από δω κι εμπρός, από δω και πέρα
  • dès maintenant αμέσως
  • maintenant que τώρα που

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  maintenir

Αντώνυμα[επεξεργασία]