marron
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
marron (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
marron | marrons |
marron (fr) αρσενικό
marron (fr)
ενικός | πληθυντικός |
marron | marrons |
marron (fr) αρσενικό