mitrailleuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mitrailleuse | mitrailleuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mitrailleuse (fr) θηλυκό
- το μυδραλιοβόλο
- το πολυβόλο
- η πολυβολήτρια
ενικός | πληθυντικός |
mitrailleuse | mitrailleuses |
mitrailleuse (fr) θηλυκό