moreover

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

moreover < more + over

Επίρρημα[επεξεργασία]

moreover (en) (χωρίς παραθετικά)

  • (επίσημο) επίσης
    You will need money; moreover, you will also need a passport.
    Θα χρειαστείς χρήματα, επίσης θα χρειαστείς και διαβατήριο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη additionally

Πηγές[επεξεργασία]