neutralize
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | neutralize |
γ΄ ενικό ενεστώτα | neutralizes |
αόριστος | neutralized |
παθητική μετοχή | neutralized |
ενεργητική μετοχή | neutralizing |
Ρήμα[επεξεργασία]
neutralize (en) (ΗΠΑ) και neutralise (ΗΒ)