niedziela
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
niedziela < nie + działać (όχι + ενεργώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
niedziela (pl) θηλυκό
- η Κυριακή (ημέρα)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Οι μέρες της εβδομάδας | |||||||||||
Δευτέρα | Τρίτη | Τετάρτη | Πέμπτη | Παρασκευή | Σάββατο | Κυριακή | |||||
poniedziałek | wtorek | środa | czwartek | piątek | sobota | niedziela |