nièce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
nièce | nièces |
nièce (fr) θηλυκό
- η ανιψιά
ενικός | πληθυντικός |
nièce | nièces |
nièce (fr) θηλυκό