numériseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
numériseur | numériseurs |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
numériseur (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) ο σαρωτής
ενικός | πληθυντικός |
numériseur | numériseurs |
numériseur (fr) αρσενικό