obrońca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
obrońca < obronić
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
obrońca (pl) αρσενικό
- υπερασπιστής
- (αθλητισμός) αμυντικός
- συνήγορος υπεράσπισης