ox
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ox (en) (πληθυντικός oxen)
- (θηλαστικό ζώο) στειρωμένος ταύρος (bull) υπό ζυγό, βόδι, βους
Αζεριανά (az)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ox (az)
- το βέλος
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του ox
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | ox | oxlar |
αιτιατική | oxu | oxları |
δοτική | oxa | oxlara |
τοπική | oxda | oxlarda |
αφαιρετική | oxdan | oxlardan |
γενική | oxun | oxların |