pareil
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pareil | pareils |
θηλυκό | pareille | pareilles |
pareil (fr)
Επίρρημα[επεξεργασία]
pareil (fr)
- το ίδιο
- c'est pareil - το ίδιο είναι