pasado
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pasado | pasadoj |
αιτιατική | pasadon | pasadojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pasado (eo)
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Το πέρασμα, δηλαδή ο χώρος απ' όπου περνά κανείς, λέγεται: trapaso.
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pasado | pasados |
θηλυκό | pasada | pasadas |
pasado (es)
- προηγούμενος, περασμένος
- ↪ épocas pasadas' - περασμένες εποχές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
pasado (es) αρσενικό
- το παρελθόν