pic

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pik/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
pic pics

pic (fr) αρσενικό

  1. η αιχμή
  2. μυτερή κορυφή ενός βουνού

Εκφράσεις[επεξεργασία]