plaĉo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plaĉo | plaĉoj |
αιτιατική | plaĉon | plaĉojn |
plaĉo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | plaĉo | plaĉoj |
αιτιατική | plaĉon | plaĉojn |
plaĉo (eo)