poiré

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: poire

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

poiré < poire

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
poiré poirés

poiré (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]