polon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
polon (eo)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
polon (pl) αρσενικό
- (χημεία) το χημικό στοιχείο: πολώνιο, όνομα που του έδωσε η Μαρία Σκουοντόφσκα-Κιουρί (Skłodowska Curie) προς τιμήν της πατρίδας της, της Πολωνίας