presence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
presence | presences |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
presence (en)
- (μη μετρήσιμο) η παρουσία, η παράσταση, το να βρίσκεται κάποιος κάπου
- ↪ Your presence is necessary.
- Η παρουσία σου είναι αναγκαία.
- ↪ a discrete/massive presence - μια διακριτική/μαζική παρουσία
- ↪ I am making my presence felt.
- Κάνω την παρουσία μου αισθητή.
- ↪ your presence at the wedding - η παράστασή σας στο γάμο
- ≈ συνώνυμα: appearance και attendance
- ↪ Your presence is necessary.
- (μόνο στον ενικό) η παρουσία, μια ομάδα ανθρώπων, ειδικά στρατιώτες, που έχουν πάει σε ένα μέρος για να αντιμετωπίσουν μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ France will maintain its presence in Africa.
- Η Γαλλία θα διατηρήσει την παρουσία της στην Αφρική.
- ↪ France will maintain its presence in Africa.
- (μετρήσιμο) η παρουσία, που δεν μπορώ να δω αλλά που νιώθω ότι είναι κοντά
- ↪ a supernatural/ghostly presence - μια υπερφυσική παρουσία
- (μη μετρήσιμο) η εμφάνιση, η εντύπωση που δίνει κάποιος
- ↪ She has a good stage presence.
- Έχει ωραία εμφάνιση πάνω στη σκηνή.
- ↪ He lacked presence.
- Αυτός δεν είχε εμφάνιση.
- ↪ She has a good stage presence.
Πηγές[επεξεργασία]
- presence - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 287, 663, 669-670. ISBN 9780194325684., λήμμα: εμφάνιση, παράσταση, παρουσία