printer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
printer printers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

printer < print + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

printer (en)

  1. (τεχνολογία) ο εκτυπωτής
    multifunctional printer - πολυλειτουργικός εκτυπωτής
    συντομογραφία: (Microsoft) prn, PRN
  2. ο τυπογράφος

Παράγωγα[επεξεργασία]