rectification
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rectification (en)
- η αποκατάσταση
- η ανασκευή
- ↪ He is expected to come forward with a new statement which will contain the necessary rectification.
- (Αυτός) αναμένεται να προβεί σε νέα δήλωση η οποία θα περιέχει την αναγκαία ανασκευή.
- ↪ He is expected to come forward with a new statement which will contain the necessary rectification.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rectification | rectifications |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- rectification < rectifier
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁɛk.ti.fi.ka.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rectification (fr) θηλυκό
- η αποκατάσταση
- η επανόρθωση
- η διόρθωση