rhyme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rhyme (en)
- στίχος, ποίηση
- ομοιοκαταληξία, ρίμα
- λέξη που ομοιοκαταληκτεί με μια άλλη
Ρήμα[επεξεργασία]
rhyme (en)
- ομοιοκαταληκτώ, ριμάρω
- σχηματίζω ομοιοκαταληξίες