rosat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rosat | rosats |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rosat (fr) αρσενικό
- φαρμακευτικό παρασκεύασμα με βάση τριαντάφυλλα, συνήθως κόκκινα
ενικός | πληθυντικός |
rosat | rosats |
rosat (fr) αρσενικό