rose

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

rose (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rose roses

rose (en)

  1. (χρώμα) το ροζ χρώμα
  2. (λουλούδι) τριαντάφυλλο
  3. ρόδακας

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

rose (en)

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rose < ... < λατινική rosa

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rose roses

rose (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  • που έχει ροζ χρώμα, ρόδινος
    il voit la vie en rose - τα βλέπει όλα ρόδινα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rose roses

rose (fr) αρσενικό

  • (χρώμα) το ροζ χρώμα
    J'ai coupé ce bouquet de roses pour vous.
    Έκοψα αυτή την ανθοδέσμη με τα τριαντάφυλλα για σας.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
rose roses

rose (fr) θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]