rzut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

rzut < rzucać

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʒut/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rzut (pl) αρσενικό

  1. το πέταμα, το ρίξιμο
  2. το χτύπημα, το λάκτισμα, η βολή

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη rzucać