season
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
season | seasons |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
season (en)
- η εποχή (του χρόνου)
- ο καιρός
- ↪ Strawberries are not in season yet.
- Οι φράουλες δεν είναι ακόμα στον καιρό τους.
- ↪ Strawberries are not in season yet.
Σύνθετα[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 398-399. ISBN 9780194325684., λήμμα: καιρός