soprano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
soprano | sopranos |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
soprano (fr) θηλυκό
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- soprano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | soprano | sopranoj |
αιτιατική | sopranon | sopranojn |
soprano (eo)