spurn
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
spurn (en)
- απορρίπτω με περιφρόνηση
- διώχνω κάτι σπρώχνοντάς το με το πόδι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spurn (en)
spurn (en)
spurn (en)