surpass

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας surpass
γ΄ ενικό ενεστώτα surpasses
αόριστος surpassed
παθητική μετοχή surpassed
ενεργητική μετοχή surpassing

Ετυμολογία [επεξεργασία]

surpass < μέση γαλλική surpasser. Μορφολογικά αναλύεται σε sur- + pass

Ρήμα[επεξεργασία]

surpass (en)

  • ξεπερνάω / προσπερνάω + αιτιατική κάποιον, υπερέχω + γενική κάποιου
    The beauty of the scenery surpassed all our expectations.
    Η ομορφιά του τοπείου ξεπέρασε κάθε προσδοκία μας.
    I surpassed him in jumping/in running.
    Τον προσπέρασα στο πήδημα/στο τρέξιμο.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη exceed

Πηγές[επεξεργασία]