taking

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός taking
συγκριτικός more taking
υπερθετικός most taking

taking (en)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
taking takings

taking (en)

  1. η λήψη, η ενέργεια του παίρνω, το λαβείν
    the taking of photos/medicine - η λήψη φωτογραφιών/ενός φαρμάκου
    Taking photos is prohibited!
    Απαγορεύεται η λήψη φωτογραφιών!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη receipt
  2. (στον πληθυντικό): τα κέρδη

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

taking (en)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 501. ISBN 9780194325684. , λήμμα: λήψη