thirty
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Αριθμητικό[επεξεργασία]
thirty (en)
- τριάντα
- και μισή, για ώρα
- ↪ Can you come at ten thirty tomorrow?
- Μπορείς να έρθεις στις δέκα και μισή αύριο;
- ↪ Can you come at ten thirty tomorrow?