théâtre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
théâtre | théâtres |
théâtre (fr) αρσενικό
- το θέατρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- théâtral - théâtrale
- théâtralement
- théâtralisation
- théâtraliser
- théâtralisme
- théâtralité
- théâtre
- théâtreux - théâtreuse