tytuł
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
tytuł (pl) αρσενικό
- ο τίτλος
Συγγενικά[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- pod tytułem: υπό τον τίτλο, με τον τίτλο, τιτλοφορημένος