unclear
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | unclear |
συγκριτικός | unclearer / more unclear |
υπερθετικός | unclearest / most unclear |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˌʌnˈklɪə(r)/ (βρετανικό)
Επίθετο[επεξεργασία]
unclear (en)
- αδιευκρίνιστος, αξεκαθάριστος, ασαφής
- ↪ your question is very unclear - η ερώτησή σου είναι πολύ ασαφής
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- unclear στην αγγλική Βικιπαίδεια