victim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
victim victims

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

victim (en)

  • το θύμα
    The victim was in very critical condition.
    Το θύμα ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση.

Πηγές[επεξεργασία]