warning
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
warning | warnings |
warning (en)
- η προειδοποίηση
- without warning: απροειδοποίητα
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
warning (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του warn