złoto

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

złoto (pl) ουδέτερο

  1. (χημεία) ο χρυσός
    jakie właściwości chemiczne ma złoto? -ποιες είναι οι χημικές ιδιότητες του χρυσού;
  2. το χρυσαφικό
    ostatni właściciele wywieźli z pałacu cztery kufry pełne złota - οι τελευταίοι ιδιοκτήτες βγάλανε από το παλάτι τέσσερα μπαούλα γεμάτα χρυσαφικά
  3. το χρυσό (μετάλλιο)
    Polscy piłkarze zdobyli złoto! - οι Πολωνοί ποδοσφαιριστές κέρδισαν το χρυσό!

Συγγενικά[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • czarne złoto: μαύρος χρυσός (το πετρέλαιο)
  • nie wszystko złoto, co się świeci: ότι λάμπει δεν είναι χρυσός
  • mowa jest srebrem, a milczenie złotem: η ομιλία είναι άργυρος και η σιωπή χρυσός