électrum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
électrum | électrums |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
électrum (fr) αρσενικό
- (ιστορία) (στη γαλλική αρχαιότητα) κράμα από χρυσό και άργυρο, που χρησιμοποιούνταν για την παρασκευή νομισμάτων