Ίος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ίος | ||
γενική | της | Ίου | ||
αιτιατική | την | Ίο | ||
κλητική | Ίε (Ίο) | |||
Κατηγορία όπως «διχοτόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ίος < αρχαία ελληνική Ἴος < ἴον
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ίος θηλυκό, μόνο στον ενικό
- ελληνικό νησί των Κυκλάδων του Αιγαίου Πελάγους
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- Νιος (δημώδες)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ίος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'διχοτόμος' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)