Μέδουσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: μέδουσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Μέδουσα
      γενική της Μέδουσας
    αιτιατική τη Μέδουσα
     κλητική Μέδουσα
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Το κεφάλι της Μέδουσας,
του Π. Ρούμπενς

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Μέδουσα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική grc, θηλυκό του Μέδων → και δείτε τη λέξη μέδουσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈme.ðu.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Μέ‐δου‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Μέδουσα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (ελληνική μυθολογία) μία από τις Γοργόνες με τερατώδη μορφή: είχε σώμα και κεφάλι γυναίκας και φίδια για μαλλιά. Όποιος την αντίκρυζε πέτρωνε από το φόβο. Τη σκότωσε ο Περσέας με τη βοήθεια της Αθηνάς
  2. (μετωνυμία) καθετί που με τη μορφή του προκαλεί φόβο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]