Πελάγιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Πελάγιος οι Πελάγιοι
      γενική του Πελάγιου
Πελαγίου
των Πελάγιων
Πελαγίων
    αιτιατική τον Πελάγιο τους Πελάγιους
Πελαγίους
     κλητική Πελάγιε Πελάγιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πελάγιος < (παρετυμολογικά θα μπορούσε να θεωρηθεί αρσενικό του ονόματος Πελαγία)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πελάγιος αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]