άμοιαστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άμοιαστος η άμοιαστη το άμοιαστο
      γενική του άμοιαστου της άμοιαστης του άμοιαστου
    αιτιατική τον άμοιαστο την άμοιαστη το άμοιαστο
     κλητική άμοιαστε άμοιαστη άμοιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άμοιαστοι οι άμοιαστες τα άμοιαστα
      γενική των άμοιαστων των άμοιαστων των άμοιαστων
    αιτιατική τους άμοιαστους τις άμοιαστες τα άμοιαστα
     κλητική άμοιαστοι άμοιαστες άμοιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άμοιαστος < α- + μοιάζω + -τος

Επίθετο[επεξεργασία]

άμοιαστος, -η, -ο

  1. (λαϊκότροπο) που δεν μοιάζει με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο
     συνώνυμα: ανόμοιαστος, ανόμοιος, διαφορετικός
     αντώνυμα: όμοιος, παρόμοιος
  2. (λαϊκότροπο) που δεν ταιριάζει με κάποιον άλλον ή με κάτι άλλο
     συνώνυμα: αταίριαστος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]