άνευ προηγουμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άνευ προηγουμένου < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική sans précédent < sans précédent
Έκφραση[επεξεργασία]
άνευ προηγουμένου
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις άνευ και προηγούμενος