άντρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈan.dɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ά‐ντρα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

άντρα αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

από το άνδρας

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

άντρα ουδέτερο